Το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών συνεχίζει τις εκδηλώσεις που
διοργανώνονται στο Δεύτερο Κύκλο του Αφιερώματος στο Μίκη Θεοδωράκη.
Τη Δευτέρα 23 Μαΐου 2022 και ώρα 20:30, στον Πολιτιστικό Πολυχώρο «Δ.
Χατζής» θα ερμηνευτούν τα έργα: «Επιφάνια» σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη,
«Μυθιστόρημα» σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη και «Romancero Gitano» σε ποίηση
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (ελληνική απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη).
Σολίστ η Ιωάννα Φόρτη στο τραγούδι, ο Ελευθέριος Καραγιάννης στα πνευστά,
ο οποίος επιμελήθηκε και την ενορχήστρωση, και η Γεωργία Αναστάση στο πιάνο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στο διάστημα 1960 -1961 έγραψε στο Παρίσι μουσική, πάνω
σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη. Τα ποιήματα που μελοποιήθηκαν είναι: «Άρνηση»,
«Κράτησα τη ζωή μου», «Άνθη της πέτρας» και «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές».
Τα τραγούδια αυτά ηχογραφήθηκαν τον Φλεβάρη του 1962 με την φωνή του
Γρηγόρη Μπιθικώτση για τον δίσκο «Επιφάνια».
Ο ίδιος ο Θεοδωράκης γράφει αναφερόμενος στο δίσκο του «Επιφάνια» και στις
περιπέτειες με την άνω τελεία:
«Ήθελα τα Επιφάνια -ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος-
να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα.
Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει
απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί,
στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα. Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον
Μπιθικώτση «πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε
παύση πριν πεις λάθος». Στα αυτιά μου είχα την προτροπή – παράκληση του
ποιητή: «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το
νόημα». Τελικά, όμως, αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη με αποτέλεσμα
να ακουστεί η λέξη «λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας» δίνοντας
αντίθετο νόημα στο ποίημα. Όμως, πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος
λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος;». Η επιτυχία και η
ανταπόκριση που είχε στον κόσμο το τραγούδι έκανε τον ποιητή να νιώσει σαν
μικρό παιδί, λησμονώντας την απώλεια της άνω τελείας του».
Το καλοκαίρι του 1962 ο Σεφέρης αγκαζέ με τον Μίκη και τον Γ. Π. Σαββίδη
τριγυρνούσε στις ταβέρνες της Πλάκας για να ακούσει το την «Άρνηση» (Στο
περιγιάλι το κρυφό).
Γράφει σχετικά ο Μίκης: «Ποτέ, ίσως, ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό
παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία και νομίζω πως εκείνη τη
βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο
φυσικά του επιτρεπτού για ένα διπλωμάτη». Κι αν οι στίχοι έχασαν μια άνω
τελεία, το τραγούδι γνώρισε την απόλυτη επιτυχία.
Το 1935 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη. Το
γνωστότερο από τα ποιήματα ήταν βεβαίως αυτό:
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
κι η θάλασσα να κυματίζει
Λίγο ακόμα να σηκωθούμε
λίγο ψηλότερα…
Το 1965, ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποίησε το ποίημα και το παρουσίασε τότε
σε συναυλίες αλλά και στο ραδιόφωνο. Οκτώ χρόνια μετά, το 1973, εξέδωσε το
δίσκο «Ο Στράτης θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους και άλλα τραγούδια».
Δισκογραφικά, προηγήθηκε η επική εκδοχή του Μίκη Θεοδωράκη με τη Μαρία
Φαραντούρη. Το 1968, στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ήταν κρατούμενος, ο Μίκης
μελοποίησε τέσσερα ποιήματα του Σεφέρη από το «Μυθιστόρημα» και το 1971 τα
ηχογράφησε με τη Μαρία Φαραντούρη στο Παρίσι, μαζί με πέντε ποιήματα του
Lorca από το «Romancero Gitanο» σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη. Ο δίσκος
κυκλοφόρησε από την Polydor με τίτλο «Ο Θεοδωράκης διευθύνει Θεοδωράκη Νο2»
με ερμηνευτές τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη, πρώτα στο
εξωτερικό και, μετά την μεταπολίτευση, και στην Ελλάδα. Το «Λίγο ακόμα»
έγινε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια αγώνα και ελπίδας για ένα
καλύτερο μέλλον.
Μετά τη συνεργασία τους στις «Μικρές Κυκλάδες» και το «Άξιον Εστί» ο
Θεοδωράκης και ο Ελύτης συνεχίζουν με το «Romancero Gitanο» (Τσιγγάνικο
Ρομάντζο). Ο Οδυσσέας Ελύτης προχωρά σε μια ελεύθερη απόδοση της ποίησης
του Ισπανού Federico Garcia Lorca στα ελληνικά και αυτή η σύνθεση ήταν η
τελευταία του Θεοδωράκη λίγο πριν από την επιβολή της δικτατορίας στην
Ελλάδα.
Αναφέρει σχετικά ο Μίκης Θεοδωράκης: «Λίγο πριν ξεσπάσει η Δικτατορία, στις
αρχές του 1967, ο Αλέκος Πατσιφάς με ρώτησε αν θα μ’ ενδιέφερε μια νέα
συνεργασία με τον Οδυσσέα Ελύτη, μετά την επιτυχία που σημείωσαν οι «Μικρές
Κυκλάδες», που κι αυτές είχαν γίνει με πρωτοβουλία του. Φυσικά απάντησα
θετικά και τότε μου αποκάλυψε ότι είχε ήδη μιλήσει με τον Ελύτη, ο οποίος
βρισκόταν στο τέλος της μετάφρασης του κύκλου «Romancero Gitano» του
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Δεν είχα καμιά αμφιβολία για τον αριθμό των ποιημάτων που θα έπρεπε να
μελοποιήσω. Επτά! Ο ιερός αριθμός του Ελύτη. Πράγματι, ύστερα από λίγες
μέρες, κάποιο μεσημέρι του Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του ΄67, μετά το
σύνηθες γεύμα στου Φλόκα, ο Ελύτης μου παρέδωσε τα χειρόγραφα κι εγώ
έσπευσα στη Νέα Σμύρνη, όπου κατοικούσα εκείνη την εποχή, για ν’ αρχίσω
χωρίς καθυστέρηση τη δική μου εργασία.
Δεν θυμάμαι πόσος καιρός πέρασε, ούτε έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Πατσιφάς
επιθυμούσε, μιας και εγώ ήμουν δεσμευμένος με την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ, στην οποία
«ανήκε» η νεαρά Φαραντούρη, ο νέος κύκλος να ερμηνευτεί από μια καινούρια
τραγουδίστρια ονόματι Αρλέτα, που αν δεν κάνω λάθος, θα έκανε το ντεμπούτο
της με το έργο αυτό.
Έτσι οργανώθηκε, περί τις αρχές Απριλίου, μια βραδιά στο σπίτι του Πατσιφά,
στο Ψυχικό, όπου έπαιξα στο πιάνο και τραγούδησα παρουσία του οικοδεσπότη
και της συζύγου του, του Οδυσσέα Ελύτη και της νεαρής τραγουδίστριας, το
νέο κύκλο τραγουδιών.
Όλοι έμειναν ικανοποιημένοι και συμφωνήθηκε, αφού η ΛΥΡΑ τα παρουσιάσει
πρώτη με την Αρλέτα, στη συνέχεια να τα διευθύνω ο ίδιος με τη Φαραντούρη
στην ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ.
Κάνοντας αυτά τα χαρούμενα σχέδια για το μέλλον αγνοούσαμε τις φιλοδοξίες
κάποιου άγνωστου τότε στρατιωτικού, του Γεωργίου Παπαδόπουλου, ο οποίος
είχε κατά νου να προσφέρει διαφορετικού είδους …πνευματική τροφή στον
ελληνικό λαό.
Όταν, δύο μέρες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, βρήκα επιτέλους ένα
πρώτο κρησφύγετο στην ταράτσα του σπιτιού της Ρηνιώς Παπανικόλα, που
δέχθηκε να με κρύψει (δέκα περίπου άλλοι είχαν αρνηθεί από φόβο), καθώς
ήμουν μόνος βυθισμένος σε μαύρες σκέψεις, με θέα το λόφο του Φιλοπάππου,
όπου υπήρχε φρουρός στρατιώτης, ακούω αίφνης τους ήχους γνωστής σε μένα
μουσικής. Ήταν το «Romancero Gitano». Προς στιγμή νόμισα ότι έχω
παραισθήσεις. Κανείς δεν γνώριζε αυτή τη μουσική!
Όταν ρώτησα την επομένη τη Ρηνιώ, μου απάντησε ότι χτες αργά τη νύχτα την
επισκέφθη κάποια τραγουδίστρια ονόματι Αρλέτα για να της τραγουδήσει μια
νέα σειρά τραγουδιών.
Τι περίεργη σύμπτωση αλήθεια!
Τα τραγούδια του «Romancero Gitano» τα παρουσίασα για πρώτη φορά σε
συναυλία στη Ρώμη, στα 1970, με την ορχήστρα μου και τη Φαραντούρη. Η
απήχηση των νέων τραγουδιών στο διεθνές κοινό ήταν πολύ μεγάλη. Από το 1970
έως το 1974 πραγματοποιήσαμε περί τις εξακόσιες συναυλίες σε Ευρώπη,
Αυστραλία, Βόρεια και Νότια Αμερική, Αραβικά Κράτη και Ισραήλ, όπου ο
κύκλος Λόρκα-Ελύτη είχε πάντοτε την ίδια επιτυχία. Οι στίχοι, όπως και όλων
των υπόλοιπων τραγουδιών, παρουσιάζονταν στη γλώσσα του ακροατηρίου από
ντόπιους ηθοποιούς. Έτσι, εκτός από τη μουσική, η ελληνική ποίηση γινόταν
κτήμα του κοινού των συναυλιών αλλά και των ακροατών ραδιοφώνου και των
τηλεθεατών δεδομένου ότι κάναμε δεκάδες αν όχι εκατοντάδες εκπομπές και
τηλεοπτικές εμφανίσεις»