Κυριάκος Μητσοτάκης: Είχα σήμερα τη χαρά να υποδεχτώ την Καγκελάριο Merkel στην Αθήνα, την οποία επέλεξε ως έναν από τους τελευταίους προορισμούς της, ολοκληρώνοντας τον πολιτικό της μαραθώνιο, μία διαδρομή 16 ετών στην ηγεσία της Γερμανίας που ξεπερνά εκείνη του Konrad Adenauer και αγγίζει αυτή του Helmut Kohl, δύο ηγετών που όπως και η ίδια προσέφεραν πολλά στην πατρίδα τους αλλά και στην Ευρώπη.
Δεν είναι η πρώτη μας επαφή. Είναι ωστόσο ξεχωριστή γιατί είναι η τελευταία, τουλάχιστον με τη δημόσια ιδιότητά της. Για αυτό και ως ο 8ος Έλληνας Πρωθυπουργός που συναντά την αγαπητή Angela, μπορώ να αποτολμήσω μία πολύ σύντομη ανασκόπηση των πολλών τα οποία συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια. Να μιλήσω για τη δική της σφραγίδα, ιδίως στα ευρωπαϊκά δρώμενα, αλλά και να παρουσιάσω σύντομα τη νέα εικόνα της δικιάς μας χώρας.
Γιατί πράγματι, κυρία Καγκελάριε, η σημερινή Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίσατε την τελευταία δεκαετία. Δεν είναι πλέον μία εστία κρίσης και ελλειμμάτων, αλλά ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που προχωρά στη δυναμική ανάπτυξη, στη μείωση της ανεργίας και στον σχεδιασμό ενός καλύτερου αύριο.
Κάτι το οποίο αναγνωρίζουν πριν από όλους και οι δικοί σας συμπολίτες. Έτσι άλλωστε εξηγείται και η φετινή αύξηση των ελληνικών εξαγωγών στη Γερμανία, παρά τα προβλήματα του Covid, κατά 20%. Έτσι εξηγείται το ενδιαφέρον των δεκάδων γερμανικών επιχειρήσεων να επενδύσουν εδώ. Έτσι εξηγούνται οι εξαγορές ελληνικών start-ups από γερμανικούς ομίλους, η σταθερή προτίμηση των ελληνικών προϊόντων στις αγορές της πατρίδας σας και βέβαια ο υπερδιπλάσιος αριθμός Γερμανών επισκεπτών που είχαμε αυτό το καλοκαίρι σε σχέση με πέρυσι.
Είναι αλήθεια ότι ούτε η Ευρώπη, ούτε η Ελλάδα έφτασαν εύκολα στο ξέφωτο της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Και οι δύο δοκιμάστηκαν από λάθος αποφάσεις που επέστρεψαν εναντίον τους μεταμφιεσμένες σε λαϊκισμό και δημαγωγία. Άλλωστε και εσείς η ίδια παραδεχθήκατε, με γενναιότητα, ότι ζητήσατε πολλά από τους Έλληνες τις ώρες που εκείνοι βίωναν την τρικυμία της οικονομικής τους κρίσης.
Ευτυχώς όμως ούτε η τυφλή ευρωπαϊκή λιτότητα, ούτε τα φθηνά δήθεν εθνικά συνθήματα άντεξαν. Η Ευρώπη απέδειξε ότι οι μεγάλες αποφάσεις την τοποθετούν πάντα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, ενώ και η Ελλάδα μπόρεσε να μετατρέψει σε ωριμότητα τα λάθη και τα τραύματα μιας περιόδου. Έτσι, η κοινοτική αλληλεγγύη από τη μία και ο αληθινός πατριωτισμός από την άλλη βγήκαν στο τέλος νικητές.
Σε όλο αυτό το διάστημα η Angela Merkel υπήρξε η φωνή της λογικής και της σταθερότητας και στο Βερολίνο, αλλά και στις Βρυξέλλες. Άδικη ίσως κάποιες φορές, όμως καθοριστική στις οριακές στιγμές που υψώθηκε, όπως το 2015, όταν απέναντι σε κορυφαίους Υπουργούς της αρνήθηκε τον εξοστρακισμό της Ελλάδας από την Ευρώπη. Μια μεγάλη επιλογή που είχε και τη δική της υπογραφή.
Το βάρος των πολιτικών αποφάσεων κρίνεται πάντα στη ζυγαριά της αναγκαιότητας κι έτσι η Ευρώπη των ασφυκτικών δημοσιονομικών πλαισίων εξελίχθηκε στην Ευρώπη της κοινής υγειονομικής άμυνας, της ενιαίας προμήθειας των εμβολίων και τελικά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, που θα χρηματοδοτήσει το μέλλον των λαών της.
Όλα αυτά έχουν επίσης το βάρος και της δικής σας στάσης, αγαπητή Angela, γιατί καθώς η Ευρώπη προχωρά με ομοφωνίες, γνωρίζει καλά ότι αυτές χτίζονται με συμφωνίες, συνεπώς και με συγκλίσεις που εξελίσσουν την πολιτική αλλά και τους πολιτικούς. Ήταν γενναία η αλλαγή στάσης της Καγκελαρίου για το ζήτημα του Ταμείου Ανάκαμψης. Είδε όμως τη μεγάλη αναγκαιότητα να προχωρήσει η Ευρώπη σε αυτό το βήμα για να μπορέσει να στηρίξει ειδικά τις πιο αδύναμες οικονομίες, που δοκιμάστηκαν από μία κρίση για την οποία δεν είχαν ουσιαστικά καμία πραγματική ευθύνη.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είχα την ευκαιρία να τα διαπιστώσω και προσωπικά στις Συνόδους Κορυφής. Εκεί που η Καγκελάριος αποδεικνύει ότι δεν έχει μόνο τη δύναμη να εισηγείται λύσεις αλλά και να τις αναδιαμορφώνει, προκειμένου αυτές να γίνουν λειτουργικές.
Όμως η μάχη κατά του Covid είχε και χρώμα γαλανόλευκο. Γιατί η Ελλάδα μπήκε πρώτη στη μάχη κατά της πανδημίας, αργότερα εισηγήθηκε το ψηφιακό πιστοποιητικό, οργάνωσε ένα καινοτόμο σύστημα εμβολιασμού και βέβαια και η χώρα μας πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου, ενώ στο ίδιο διάστημα πέτυχε, με τολμηρές μεταρρυθμίσεις, να επαναφέρει την δική της οικονομία σε τροχιά υγείας, σε τροχιά προόδου.
Δεν ήταν ένας εύκολος δρόμος. Πολύ περισσότερο όταν αυτός διασταυρωνόταν και με εθνικές προκλήσεις. Πότε με ασύμμετρες επιθέσεις, όπως αυτές στον Έβρο και στο Αιγαίο, με τις παράνομες ροές των μεταναστών από την Τουρκία. Και πότε με ανοιχτές κρίσεις, όπως με την επιθετικότητα των γειτόνων μας το περασμένο καλοκαίρι. Μια ένταση που δυστυχώς διαρκεί με στόχο -πιστεύω- πλέον την Ευρώπη και ολόκληρη τη Δύση.
Γνωρίζω, κυρία Καγκελάριε, και είχαμε πολλές πολύ ειλικρινείς συζητήσεις για το θέμα αυτό, τη δική σας σταθερή θέση υπέρ του διαλόγου και της εκτόνωσης των εντάσεων. Και εγώ αγωνίζομαι -και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι- για να κρατώ πάντα ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας. Φοβάμαι, όμως, ότι συχνά η Δυτική ψυχραιμία ενθαρρύνει την τουρκική αυθαιρεσία. Και ότι είναι καιρός οι ευρωπαϊκές αρχές να μετουσιωθούν σε ευρωπαϊκή πολιτική και κυρίως σε ευρωπαϊκή πρακτική απέναντι σε όσους την προσβάλλουν, γιατί όπως λέμε στην Ελλάδα, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Από την πλευρά της, θα το ξαναπώ, η Ελλάδα θέλει μόνο φίλους. Και το αποδεικνύει υπογράφοντας συμφωνίες συνεργασίας με όλα τα φιλειρηνικά κράτη της περιοχής. Επιθυμεί τις καλές σχέσεις, ασφαλώς και με τους γείτονες μας, πάντα με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Όμως δεν ανέχεται ούτε απειλές, ούτε αμφισβητήσεις των δικαιωμάτων της. Η θέση μου, νομίζω, είναι σαφής και κρυστάλλινη.
Τα ζητήματα αυτά θα απασχολήσουν, ασφαλώς, το επόμενο διάστημα και τη νέα ηγεσία της χώρας σας. Μαζί της προσδοκώ να διευρύνω τις ήδη πολύ δυναμικές διμερείς μας σχέσεις, αντιμετωπίζοντας και τις όποιες πολύπλοκες εκκρεμότητες έρχονται από το παρελθόν. Κυρίως όμως, να σχεδιάσουμε μαζί το μέλλον μιας νέας, ανεξάρτητης και ισχυρής Ευρώπης.
Όπως έχετε πει κι εσείς, η λιτότητα δεν μπορεί να είναι η απάντηση σε όλα. Και αυτό αποτελεί μια χρήσιμη παρακαταθήκη στον προβληματισμό για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, ώστε οι παλιές αστοχίες να μετουσιωθούν σε νέες ευκαιρίες. Ενώ, κατά την άποψη μας, και το γαλλογερμανικό σύμφωνο και η συνθήκη αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής Ελλάδος – Γαλλίας μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να συγκροτήσουν το πρόπλασμα μίας ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.
Στους δύο αυτούς πυλώνες μπορεί νομίζω να στηριχθεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα των επόμενων δεκαετιών, βαθαίνοντας τη δημοκρατία και περιορίζοντας τις ανισότητες στο εσωτερικό του. Αλλά και απλώνοντας την επιρροή του πια σε υπερεθνικά πεδία, όπως είναι η κλιματική κρίση και το μεταναστευτικό. Προβλήματα επίκαιρα όσο και οι νέοι ενεργειακοί δρόμοι σε ένα παγκόσμιο χάρτη συμφερόντων που ξανασχεδιάζεται.
Με λίγα λόγια, και να τελειώσω με αυτό, κυρία Καγκελάριε, το μέλλον προβλέπεται συναρπαστικό και για την Ελλάδα και για τη Γερμανία και για την Ευρώπη. Θα βηματίσουμε ωστόσο προς αυτό οπλισμένοι με το αγαπημένο ρήμα της Καγκελαρίου: «προσπάθησα», «προσπαθώ». Και με τις εμπειρίες μιας εποχής που σφράγισε η παρουσία της. Μία εποχή με κυματισμούς που τις περισσότερες όμως φορές κατέληγε τελικά σε ήρεμα νερά. Και για αυτό, κυρία Καγκελάριε, μπορείτε να είστε υπερήφανη.
Αγαπητή Angela, σας υποδέχομαι με χαρά και σας αποχαιρετώ με σεβασμό. Η Αθήνα θα σας περιμένει πάντα και ως πολίτη και ως φίλη. Άλλωστε είναι η πόλη που εδώ και 2.500 χρόνια τιμά την πρώτη ιδιότητα και ξέρει να φιλοξενεί τη δεύτερη.
Και στη νέα σας πορεία μην ξεχνάτε τα λόγια του Goethe: «Unter allen Völkerschaften haben die Griechen den Traum des Lebens am schönsten geträumt». Και στη νέα σας πορεία μην ξεχνάτε τα λόγια του Γκαίτε: «Από όλους τους λαούς οι Έλληνες ονειρεύονται το όνειρο της ζωής με τον πιο όμορφο τρόπο».
Και πάλι καλώς ήλθατε στην Αθήνα στην τελευταία επίσημη επίσκεψή σας.
Ερωτήσεις
Γιώργος Ευγενίδης (STAR), απευθυνόμενος στον Πρωθυπουργό: Ο διάδοχος της κ. Μέρκελ φαίνεται πως θα είναι ο κ. Scholz. Πώς σκοπεύετε να πορευτείτε στο δημοσιονομικό σκέλος; Θα μπορέσετε να τον πείσετε για την ανάγκη να μην υπάρχουν τόσο σκληροί δημοσιονομικοί κανόνες μετά το 2023;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Προσβλέπω να έχω μία εποικοδομητική συνεργασία με τον διάδοχο της κυρίας Merkel -πιο πιθανό σενάριο είναι να είναι ο κ. Scholz- η οποία προφανώς θα συμπεριλαμβάνει και τη συζήτηση για το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Τονίζω ότι αυτή δεν είναι μία συζήτηση διμερής, είναι μία συζήτηση η οποία θα γίνει στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία πρέπει να λάβει υπόψη και τις εμπειρίες της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και τις εμπειρίες -που όπως σωστά είπε η κυρία Καγκελάριος- της πανδημίας, η οποία υποχρέωσε ουσιαστικά όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν το επίπεδο του χρέους. Γέννησε, όμως, η συγκυρία της πανδημίας και το Ταμείο Ανάκαμψης, κάτι το οποίο θεωρώ ότι αποτελεί μία σημαντικότατη ευρωπαϊκή παρακαταθήκη για το μέλλον.
Κατά την άποψή μου είναι δεδομένο ότι θα γίνουν παρεμβάσεις στους πολύ αυστηρούς, τυπικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας στο μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει όμως σε καμία περίπτωση ότι θα ξεχάσουμε τι σημαίνει δημοσιονομική πειθαρχία. Αυτό είναι κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για την πατρίδα μας, η οποία εξακολουθεί να έχει ένα πολύ υψηλό επίπεδο χρέους. Και θα πρέπει μονίμως η αξιοπιστία μας να δοκιμάζεται στη βάσανο των αγορών.
Η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, με τους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους προβλέπουμε, να μπορεί από το 2023 να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα. Κατά συνέπεια, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί η συζήτηση αυτή για την αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας, ως μία «άδεια» να επιστρέψουμε σε κακές συνήθειες του παρελθόντος.
Αυτό το οποίο χρειαζόμαστε -και έχει δίκιο σε αυτό η κυρία Καγκελάριος- είναι παραπάνω πόρους για επενδύσεις. Το πώς αυτοί οι πόροι θα μετράνε στους δημοσιονομικούς στόχους, το αν θα χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, από ευρωπαϊκούς πόρους ή από κάτι το οποίο μπορεί να έρθει μετά το Ταμείο Ανάκαμψης -όταν αυτό λήξει- είναι ακόμα μία συζήτηση η οποία είναι ζωντανή.
Στο χέρι μας όμως είναι να αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους σημαντικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Και πιστεύω ότι εφόσον το κάνουμε αυτό, ειδικά οι χώρες του Νότου, που θα εισπράξουν και τους περισσότερους πόρους, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες στο μέλλον, κάτι το οποίο δημιουργήθηκε με αφορμή την πανδημία να αποκτήσει ενδεχομένως πιο μόνιμα χαρακτηριστικά.
Gerd Höhler (Handelsblatt), απευθυνόμενος στον Πρωθυπουργό: Τι περιμένετε εσείς, τι ελπίζετε, από μια νέα κυβέρνηση στη Γερμανία για τις σχέσεις Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Αυτό που θα ζητήσω από τον διάδοχο της κυρίας Merkel δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να γίνουν σεβαστές οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία. Έχουμε κάνει πολύ εκτενείς συζητήσεις στο Συμβούλιο. Έχουμε καταλήξει σε συμπεράσματα τα οποία ουσιαστικά προσφέρουν στην Τουρκία δύο επιλογές.
Η μία είναι η επιλογή στην οποία όλοι προσβλέπουμε: μία επιλογή συνεργασίας, αμοιβαία ωφέλιμης, η οποία όμως προϋποθέτει τη μείωση των εντάσεων, τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας και τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου.
Ο δεύτερος δρόμος είναι ο πιο σκληρός δρόμος όπου η Τουρκία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι σε περίπτωση που συνεχίσει αυτή τη συμπεριφορά θα υπάρχουν κυρώσεις από ευρωπαϊκής πλευράς, διότι υπάρχουν κάποια όρια τα οποία δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς να υπάρχουν τέτοιες συνέπειες.
Εγώ δεν θα κουραστώ να το λέω και το έχω συζητήσει πολλές φορές και με την Καγκελάριο -και θέλω να την ευχαριστήσω για την ειλικρινή της πρόθεση να μεσολαβήσει μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας- ότι η δική μου πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για εποικοδομητικό διάλογο. Όμως καταλαβαίνετε ότι αυτός ο διάλογος προϋποθέτει σε πρώτη φάση τη μείωση των αχρείαστων εντάσεων.
Δεν γίνεται η Τουρκία να στέλνει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών επιστολή με την οποία αμφισβητεί ουσιαστικά την κυριαρχία των ελληνικών νησιών επικαλούμενη μία τελείως στρεβλή ερμηνεία της Συνθήκης της Λωζάνης και εμείς να ισχυριζόμαστε ότι δεν έχει συμβεί τίποτα.
Υπάρχει μία διαρκής τουρκική προκλητικότητα η οποία δυστυχώς σε αρκετά επίπεδα εντείνεται και θα έλεγα ότι εκδηλώνεται με ακόμα πιο έντονο τρόπο στην περίπτωση της Κύπρου. Ένα ζήτημα το οποίο είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και με την Καγκελάριο. Προβληματιζόμαστε και οι δύο πολύ έντονα. Συμφωνούμε επί της αρχής ότι δεν μπορούμε να κάνουμε καμία συζήτηση στη βάση της λογικής των δύο κρατών. Είναι κάτι το οποίο απορρίπτεται επί της αρχής.
Και ενθαρρύνουμε όλοι μας την Τουρκία να αποδεχθεί το αυτονόητο, τον διορισμό δηλαδή ενός καινούριου διαμεσολαβητή από τα Ηνωμένα Έθνη, ώστε να κρατήσουμε ζωντανή τη διαδικασία του διαλόγου στο πλαίσιο των υφιστάμενων αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Εγώ, λοιπόν, θα συνεχίσω να αγωνίζομαι για έναν διάλογο ειλικρινή και για σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού, όπως απαιτούν οι σχέσεις μεταξύ γειτόνων. Η Ελλάδα υπέγραψε με γειτονικές χώρες, όπως η Ιταλία, όπως η Αίγυπτος, συμφωνίες οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Δεν υπάρχει κανείς λόγος γιατί να μην μπορούμε να το κάνουμε και με την Τουρκία, αρκεί να μειωθεί η «θερμοκρασία» των εντάσεων και να αντιληφθούμε ότι μία τέτοια προσέγγιση θα ήταν τελικά ωφέλιμη και για τις δύο χώρες.
Σταύρος Παπαντωνίου (Καθημερινή), απευθυνόμενος στον Πρωθυπουργό: Επιδιώκετε συνέχεια να μετατραπεί το ελληνοτουρκικό πρόβλημα σε ευρωτουρκικό. Είστε ικανοποιημένος με την έως τώρα αντίδραση της Ευρώπης; Κι επειδή είπατε στην προηγούμενη απάντησή σας περί ορίων της Τουρκίας, ποιά είναι αυτά τα όρια που βάζετε όσον αφορά τους γείτονές μας;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω λέγοντας ότι τα ελληνοτουρκικά προβλήματα είναι εξ ορισμού προβλήματα τα οποία αφορούν και την Ευρώπη. Όχι μόνο επειδή η Ελλάδα είναι μέλος τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επειδή υπάρχει άμεση αντανάκλαση των τεκταινομένων στην Ανατολική Μεσόγειο στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δείτε το προσφυγικό. Είναι ένα πρόβλημα το οποίο προφανώς αφορά την Ελλάδα επειδή βρίσκεται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, αφορά όμως και την υπόλοιπη Ευρώπη, αφορά κατ’ εξοχήν και τη Γερμανία.
Η πολιτική, λοιπόν, της Ευρώπης για μια αυστηρή, αποτελεσματική, δίκαιη, ανθρώπινη, με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα, φύλαξης των συνόρων, είναι μία ελληνική πολιτική η οποία έχει και την απόλυτη ευρωπαϊκή στήριξη.
Από εκεί και πέρα, σας απάντησα για τις αποφάσεις τις οποίες έχει πάρει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Είναι αποφάσεις στήριξης της Ελλάδος. Ναι, χρειάστηκε μία ζύμωση και μία διαδικασία για να φτάσουμε στο σημείο αυτό και κανείς δεν επιδιώκει εδώ -θα το ξαναπώ- την οριστική ρήξη των σχέσεων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας. Δεν θα ήταν κάτι το οποίο είναι ωφέλιμο, ούτε για την Ευρώπη, ούτε για την Ελλάδα, ούτε τελικά για την Τουρκία.
Όμως νομίζω ότι τα όρια έχουν τεθεί, πιστεύω με απόλυτη σαφήνεια. Και τουλάχιστον ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις νομίζω ότι είναι απολύτως κατανοητό και στην τουρκική ηγεσία ότι από τη μία η Ελλάδα τείνει χείρα φιλίας από την άλλη η Ελλάδα πρώτη θα υπερασπιστεί κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα σε περίπτωση που αισθάνεται ότι αυτά καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβιάζονται.
Verena Schälter (ARD), απευθυνόμενη στον Πρωθυπουργό: Θα επιθυμούσατε να υπάρξει ένα πλαίσιο για νόμιμη δευτερογενή μετανάστευση και θα θέλατε περισσότερη υποστήριξη από άλλες χώρες, όπως π.χ. η Γερμανία σε αυτόν το τομέα;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Η Καγκελάριος έχει δίκιο επισημαίνοντας ότι ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να έχουμε μία κοινή ευρωπαϊκή θέση στο ζήτημα της μετανάστευσης και του ασύλου, παρά τη μεγάλη προσπάθεια την οποία έχει καταβάλει εδώ και αρκετά χρόνια προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Γερμανία δεν είναι μέρος του προβλήματος. Είναι μέρος της λύσης στο ζήτημα αυτό. Άλλες χώρες δεν δέχθηκαν επί της αρχής την έννοια της αλληλεγγύης και της συμμετοχής στην κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος.
Πιστεύω τουλάχιστον ότι αρχίζει να διαμορφώνεται μια συναίνεση σχετικά με την εξωτερική πτυχή της μετανάστευσης. Ότι πρέπει να φυλάμε τα σύνορα μας πιο αποτελεσματικά. Και ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε σε καμία περίπτωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο -κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στα συμπεράσματα του Συμβουλίου- την εργαλειοποίηση απελπισμένων ανθρώπων για πολιτικούς σκοπούς.
Αυτό το οποίο έγινε στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020 δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναληφθεί. Δυστυχώς επαναλαμβάνεται όμως στη Λευκορωσία. Ακριβώς το ίδιο. Και τότε ήμασταν μόνοι μας, η Ευρώπη μας στήριξε. Τώρα, όμως και η Ευρώπη αντιλαμβάνεται ότι αυτή η εργαλειοποίηση του προσφυγικού από αυταρχικά καθεστώτα μπορεί να την πλήξει και σε σημεία που μπορεί να μην φανταζόταν στο παρελθόν.
Κατά συνέπεια η θέση μας απέναντι ειδικά σε αυτή την πτυχή, σε αυτή την πρακτική του μεταναστευτικού, πρέπει να είναι κάθετη. Η Καγκελάριος έχει δίκιο όταν λέει η Τουρκία θα έπρεπε υπό προϋποθέσεις και μπορεί να είναι σύμμαχος μας σε αυτή την προσπάθεια. Πρέπει να κάνει περισσότερα, όμως.
Πρέπει να κάνει περισσότερα στην εξάρθρωση των κυκλωμάτων διακίνησης, διότι έχουμε πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει στο Αιγαίο. Και είναι βέβαιο ότι ένα κράτος με τις δυνατότητες της Τουρκίας μπορεί να σταματά τις βάρκες πριν αυτές φύγουν. Πριν τεθούν σε κίνδυνο ζωές απελπισμένων ανθρώπων.
Είχαμε, δυστυχώς, τις προάλλες ένα τραγικό ναυάγιο. Μια βάρκα, χωρίς σωσίβια -αυτοί που ήταν πάνω στην βάρκα- διελύθη στην κυριολεξία. Έσπευσε το Λιμενικό μας, έσωσε τους πιο πολλούς, δυστυχώς είχαμε απώλειες ζωών. Αυτά πρέπει να σταματήσουν και μπορούν να σταματήσουν με τη συνεργασία της Τουρκίας. Και θα προσβλέπουμε πάντα στο να μπορούμε να επιδιώξουμε αυτή τη συνεννόηση για να αντιμετωπίσουμε αυτό το σύνθετο ζήτημα.
Τώρα, ως προς την εσωτερική πτυχή, φοβάμαι ότι έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμα. Θα επαναλάβω για ακόμα μία φορά ότι οι χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης σηκώνουν πολύ μεγάλο βάρος. Και η άποψή μας είναι πως, ναι, πρέπει να έχουμε μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στήριξη. Και, ναι, και η χρηματοδότηση της Ευρώπης πρέπει να συμπεριλαμβάνει και φυσικά εμπόδια. Όχι μόνο την τεχνολογία η οποία θα μας διευκολύνει να εντοπίζουμε μεταναστευτικές ροές.
Αυτή είναι η θέση μας. Δεν συμφωνεί η Επιτροπή με αυτό αλλά έχουμε κάθε δικαίωμα να την εκφράζουμε και να επιμείνουμε, να προσπαθούμε να πείσουμε όλους ότι η σοβαρή και στιβαρή φύλαξη των συνόρων είναι προϋπόθεση για μία σοβαρή μεταναστευτική πολιτική και είναι προϋπόθεση για να μπορέσουμε να κρατήσουμε ζωντανό και το Σένγκεν.
Διότι αν καταρρεύσει η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων τότε είναι βέβαιο ότι θα αρχίσουν να επιβάλλονται περιορισμοί από τις χώρες που είναι πιο μακριά από τα ευρωπαϊκά σύνορα ως προς τις δευτερογενείς μετακινήσεις εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και νομίζω ότι κανείς δεν θέλει να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.