Μία γενικότερη παραδοχή είναι ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται. Έτσι, λέξεις που χρησιμοποιούμε σήμερα δεν είχαν πάντοτε την ίδια μορφή.
Το «παιδάκι», για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα, ξεκίνησε τη διαδρομή του από το «παῖς», για να ακολουθήσουν οι τύποι «παιδίον», «παιδὶν», «παιδί», με άγνωστη μελλοντική συνέχεια. Μάλιστα, μερικές φορές, θεωρούμε ότι φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής, χωρίς, ωστόσο, να υπολογίζουμε τις σύνθετες και τις παράγωγες λέξεις που μπορεί να προκύψουν. Βέβαια, η κάθε νέα μορφή που λαμβάνει η λέξη είναι πολύ πιθανό να δηλώνει και μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή σημασία, εμπλουτίζοντας διαρκώς τις απεικονίσεις του προφορικού και γραπτού λόγου.
Εκτός, βέβαια, από τη γλώσσα, δεχόμαστε ότι ως ζωντανός οργανισμός εξελίσσεται και η ίδια η κοινωνία. Νέες ανακαλύψεις, νέες εφευρέσεις, νέοι τρόποι επικοινωνίας, οι οποίοι, μέχρι πρόσφατα, μπορεί να θεωρούνταν και ουτοπικοί. Ωστόσο, πρωτίστως, εκείνο το οποίο αλλάζει στην κοινωνία είναι το ίδιο το αξιακό πλαίσιο, στο οποίο αυτή λειτουργεί. Υπάρχουν αρχές και αξίες, οι οποίες παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες, αλλά υπάρχουν και άλλες, οι οποίες αλλάζουν μορφή και χαρακτήρα, σύμφωνα με τις βουλήσεις και τις επιθυμίες του κοινωνικού συνόλου. Φυσικά πρέπει να επισημανθεί ότι η αποδοχή ή και η απόρριψη αυτών των νέων αντιλήψεων και θεωρήσεων δεν εκφράζουν πάντοτε την ολότητα του κοινωνικού συνόλου, αλλά μία μερίδα από αυτό μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο ή λιγότερο επιφυλακτική.
Η γλώσσα, κατά συνέπεια, ως κοινωνικό μέσο έκφρασης και λειτουργίας, πρέπει, στην ουσία, να εκφράσει όλες αυτές τις αλλαγές τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και σε επίπεδο περιεχομένου. Πρέπει, κατά συνέπεια, να εξεταστεί σε ποιον βαθμό η διαθέσιμη μορφή μπορεί να δηλώσει και να εκφράσει το αντίστοιχο περιεχόμενο ή αν αυτή πρέπει να διαφοροποιηθεί και να τροποποιηθεί για την επίτευξη του στόχου. Στη διαδικασία αυτή, άλλοι μπορεί να βιάζονται και άλλοι μπορεί να μη θέλουν καμία αλλαγή, θεωρώντας ότι η δύναμη της παράδοσης υπερισχύει κάθε αλλαγής. Αναφερόμενοι, μάλιστα, στον ίδιο τον κοινωνικό ρόλο που διαδραματίζει και εκφράζει το αρσενικό και το θηλυκό γένος αντίστοιχα μπορεί να μη βλέπουν κάποια κοινωνική διαφοροποίηση ή ακόμη περισσότερο να μη θεωρούν ότι, στη διαδικασία αυτή, μειονεκτεί το θηλυκό γένος έναντι του αρσενικού.
Εκείνο, ωστόσο, που εμείς κρίνουμε και θεωρούμε ότι πρέπει να ακολουθήσουμε είναι αφενός να σεβαστούμε τις όποιες εξελίξεις και αφετέρου να επιδείξουμε υπομονή, για να μην οδηγηθούμε σε αντίθετα αποτελέσματα. Η πλειοψηφική κοινωνική επιβολή θα βρει από μόνη της τη δύναμη να εκφραστεί. Θεωρούμε, επίσης, ότι οι όποιες γενικεύσεις δεν πρέπει να έχουν, υποχρεωτικά έναν καθολικό χαρακτήρα, αλλά να προκύπτουν σύμφωνα με τα ανάλογα δεδομένα και ,κυρίως, σύμφωνα με τον σεβασμό στην ίδια τη γλώσσα και τη μακρόχρονη διαδρομή της.
Γεώργιος Δ. Καψάλης
Ομότιμος Καθηγητής
πρώην Πρύτανης