Η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου μας δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε για ένα θέμα που προκύπτει τέτοιες ημέρες σε ΜΜΕ και στο δημόσιο διάλογο. Για το «έλλειμμα» ιστορικής μνήμης των μαθητών και για την υποτιθέμενη ανικανότητα των εκπαιδευτικών. «Μπερδεύουν Γερμανούς με Τούρκους», «δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το 1821 από το 1940», «νομίζουν ότι οι ήρωες του ’21 είναι αρχαίοι Έλληνες», είναι παρατηρήσεις δημοσιογράφων και πολιτών που χρησιμοποιούνται για να δαιμονοποιηθούν οι εκπαιδευτικοί και το έργο τους, την ίδια ώρα που αποσιωπάται πλήρως η ευθύνη όσων καταρτίζουν αναλυτικά προγράμματα και σχολικά εγχειρίδια, αλλά και όσων έχουν μετατρέψει το μάθημα της ιστορίας από επιστημονικό εργαλείο σε όργανο προπαγάνδας.
Σχολική ιστορία και εθνική διαπαιδαγώγηση
Στην Ελλάδα η ιστορία καθίσταται αυτόνομο αντικείμενο διδασκαλίας στο δημοτικό σχολείο το 1881. Ως κύριος σκοπός του μαθήματος παρουσιάζεται «η έμπνευσις φρονήματος εθνικού και φιλοτιμίας, όπως καταστή μέλος άξιον μεγαλουργήσαντος έθνους». Κύριο αντικείμενο της σχολικής ιστορίας, όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ήταν «το ιδεώδες της πατριωτικής εκπαίδευσης» και, όπως γράφει ο Moniot, τα βασικά σημεία αναφοράς της διδασκαλίας της ιστορίας εκείνη την περίοδο είναι ο πατριωτισμός, η εμπέδωση της ιδιότητας του πολίτη και η ηθική.
Τα Αναλυτικά Προγράμματα στην Ελλάδα είναι προϊόν ενός συγκεντρωτικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η ελληνική σχολική ιστορία και τα αντίστοιχα ΑΠ είναι δέσμια της παραδοσιακής εκπαίδευσης, όπως ορθά παρατηρεί η Νάκου. Η εκπαίδευση που στοχεύει στην εθνική διαπαιδαγώγηση, όπως γράφει η Αβδελά, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας και κεντρικός μοχλός της είναι το εθνικό σχολικό σύστημα. Το ρόλο της εθνικής διαπαιδαγώγησης αναλαμβάνουν τα μαθήματα της ιστορίας, της γλώσσας και της γεωγραφίας.
Ποια είναι η άποψη των μαθητών για το μάθημα της ιστορίας;
Τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία «περιβάλλονται» από ιστορία, καθώς οικογενειακές διηγήσεις, ταινίες, παιδικά βιβλία, επισκέψεις σε μουσεία και τηλεοπτικές εκπομπές έχουν ιστορικό περιεχόμενο. Συστηματικές έρευνες έχουν αποδείξει πως τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία έχουν ιστορική γνώση και ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την ιστορία. Η πραγματικότητα, όμως, για την ιστορία ως σχολικό αντικείμενο είναι αρκετά αποθαρρυντική. Αν και τα παιδιά δείχνουν ενδιαφέρον για το τι έγινε «τις παλιές μέρες» και το πώς ζούσαν οι άνθρωποι στο παρελθόν, μελέτες έχουν δείξει πως η σχολική ιστορία δεν είναι ένα ευχάριστο αντικείμενο για τους μαθητές. Ερευνητές στο εκπαιδευτικό και στο γνωστικό πεδίο συμφωνούν στην άποψη ότι η ιστορία συγκαταλέγεται στα «αντιπαθή» αντικείμενα. Τα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας Youth and History που διεξήχθη σε 32.000 νέους από είκοσι επτά ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν πως δεν είναι η ιστορία ως επιστήμη, αλλά ως διδακτικό αντικείμενο που απωθεί τους μαθητές.
Η έρευνα της Κασίδου σε παιδιά δημοτικού στην Ελλάδα επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τις προαναφερθείσες απόψεις. Αρκετοί μαθητές, ερωτώμενοι για την άποψή τους για το μάθημα της ιστορίας, απαντούν πως είναι «ένα πολύ δύσκολο μάθημα (…) που πρέπει όλοι να διαβάζουν», πως «κάθε μαθητής είναι αναγκασμένος να μάθει ιστορία γιατί μιλάει για τα παλιά χρόνια, του πολέμου και της πείνας» και που σπάνια το συνδέουν με το παρόν («η ιστορία είναι κάτι που έγινε πριν από χιλιάδες χρόνια»). Επιπλέον, η επιβολή της αποστήθισης αποτρέπει τα παιδιά από το να γνωρίσουν και να αγαπήσουν το μάθημα της ιστορίας.
Η κατανόηση του ιστορικού χρόνου και το μάθημα της ιστορίας
Ένα επιπλέον εμπόδιο για τους μαθητές είναι η κατανόηση του χρόνου. Η παρουσίαση της ιστορίας με τη μορφή μιας υπερπλήρους λίστας γεγονότων, προσώπων και ημερομηνιών, δεν επιτρέπει τη νοηματική σύνδεση όλων των στοιχείων που θα επέτρεπε στους μαθητές να αντιληφθούν έννοιες, όπως η αλλαγή και η συνέχεια.
Η αίσθηση του χρόνου είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος της ιστορικής κατανόησης των παιδιών. Τα ερευνητικά πορίσματα σχετικά με τη δυνατότητα των παιδιών να κατανοούν τον ιστορικό χρόνο έχει επηρεάσει αποφασιστικά τη συγκρότηση των Αναλυτικών Προγραμμάτων, τη θέση της Ιστορίας μέσα σ’ αυτά και το περιεχόμενο του μαθήματος. O Moniot, με βάση την παρατήρησή του πως ο ιστορικός χρόνος διαφέρει από άλλα είδη χρόνων (βιωματικών και θεσμοθετημένων), εκτιμά πως η διαδικασία κατανόησής του είναι ιδιαίτερα σύνθετη για τους μαθητές.
Οι μαθητές στο ελληνικό σχολείο διδάσκονται τον χρόνο ως μια ενιαία γραμμή. Έρευνες σχετικά με τον ιστορικό λόγο παιδιών δημοτικού σχολείου έδειξαν πως οι μαθητές φαντάζονται το χρόνο ως μια μεγάλη γραμμή που ξεκινάει από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι σήμερα. Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι η διδασκαλία του ιστορικού χρόνου με τη γραμμική απεικόνιση των ιστορικών γεγονότων από το μακρινό παρελθόν μέχρι το σήμερα, που αποτελεί τη συνήθη πρακτική στη διδασκαλία της ιστορίας, είναι ακατάλληλη. Η γραμμική παρουσίαση του ιστορικού χρόνου σε αυστηρή σειρά περιορίζει το εύρος των χρονικών περιόδων με τις οποίες μπορούν οι μαθητές να εξοικειωθούν και ισοπεδώνει τη χρονική τους αντίληψη, καθώς βλέπουν όλα τα γεγονότα που έχουν κάποια απόσταση από το παρόν ως να έχουν την ίδια απόσταση από αυτό, μη μπορώντας να αντιληφθούν τις διαφορές ανάμεσα σε ιστορικές περιόδους του παρελθόντος.
Άρα, τις πταίει;
Είναι κοινό μυστικό ανάμεσα σε γονείς, δασκάλους και μαθητές, ότι η σχολική ιστορία, ιδίως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, είναι ένα αντιπαθές και δύσκολο αντικείμενο. Τα παιδιά μαθαίνουν την ιστορία ως μια αδιάσπαστη γραμμή πλήθους γεγονότων, ημερομηνιών, προσώπων, μαχών, χωρίς σοβαρή ανάλυση, χωρίς παρουσίαση πηγών, χωρίς παιγνιώδη τρόπο, χωρίς διαθεματικότητα. Σε ένα τέτοιο αντιεπιστημονικό, αντιπαιδαγωγικό πλαίσιο, οι μαθητές με δυσκολία συγκρατούν ακόμη και τα βασικά.
Θέτουμε μια υπόθεση εργασίας. Αν στην Στ’ Δημοτικού οι μαθητές διδάσκονταν ως αυτόνομο αντικείμενο, για παράδειγμα, μόνο τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 σε όλες τις διαστάσεις (κοινωνικές, πολιτισμικές, οικονομικές), σε συνδυασμό με επισκέψεις σε μουσεία και ιστορικούς τόπους, με καλλιτεχνικές δραστηριότητες, με εκθέσεις υλικού και δημιουργημάτων των παιδιών αντί της σημερινής καταγραφής μιας ιστορικής γραμμής από το 1453 έως σήμερα (!), θα είχαν καλύτερη ή χειρότερη αίσθηση του ιστορικού χρόνου;
Δυστυχώς, όμως, παρά τις μικρές προόδους που έχουν συντελεστεί, τα συντηρητικά και απαρχαιωμένα αναλυτικά προγράμματα και η τραγική αντίληψη του τεράστιου όγκου ύλης ως του μονόδρομου για την «κατάκτηση της γνώσης» ακρωτηριάζουν παιδαγωγικά γενιές μαθητών. Και, φυσικά, το εύκολο θύμα, ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι ο εκπαιδευτικός κι όχι όσοι έχουν διαχρονικά την ευθύνη της χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής.