Οι αναφορές του πρωθυπουργού στις «ίσες ευκαιρίες», που δίνει τάχα στα παιδιά η κυβέρνηση με τη δημιουργία του
δικτύου των Πρότυπων Ωνάσειων Σχολείων, μόνο προκλητικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Οταν τα σχολεία στενάζουν
οικονομικά μη μπορώντας να ανταποκριθούν στα στοιχειώδη, όταν ακόμα και τώρα, Γενάρη μήνα υπάρχουν κενά εκπαιδευτικών,
όταν για να έχει το σχολείο ψυχολόγο ή σχολικό νοσηλευτή πρέπει… να τον κερδίσει στο τζόκερ, όταν στα γερασμένα σχολικά
κτίρια «βρέχει σοβάδες» κάθε βδομάδα… Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για τα 22 Δημόσια Ωνάσεια Σχολεία, που θα φέρουν τάχα
κοσμογονία στην Εκπαίδευση, μοιάζουν με καθρεφτάκια σε ιθαγενείς.
Συστηματικά και με κάθε αφορμή καλλιεργούν τη λογική ότι μόνο με τη χρηματοδότηση των χορηγών θα μπορέσει να
λειτουργήσει κάτι στα σχολεία. Το ίδιο επιδιώκει το κράτος και με το πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου», ύψους 250 εκατ. ευρώ,
για την ενίσχυση των σχολικών υποδομών. Η κυβέρνηση κάνει έκκληση σε ιδιώτες για χορηγίες ώστε να αυξηθεί το ποσόν,
ομολογώντας ότι είναι ψίχουλα σε σχέση με τις ανάγκες. Στον ίδιο δρόμο σπρώχνει συνολικά τα σχολεία: Να αναζητούν χορηγούς
για να… διαχειρίζονται τη μιζέρια τους, επειδή το δημοσιονομικό ταμείο είναι «μείον» όταν πρόκειται για τις ανάγκες της λαϊκής
οικογένειας, ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις. Οταν όμως πρόκειται για τις επιδοτήσεις των ομίλων και τις εξοπλιστικές δαπάνες στην
υπηρεσία του ΝΑΤΟ, τα λεφτά φτάνουν και περισσεύουν…
Την ίδια ώρα, κάτι που θα ‘πρεπε να αποτελεί δικαίωμα για όλους μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε «ευκαιρία» για
λίγους. Πέρσι έγιναν 9.454 αιτήσεις για 1.794 θέσεις στα υπάρχοντα Πρότυπα Σχολεία, εισήχθησαν δηλαδή λιγότερο από το 19%
των αιτούντων. Κι επειδή οι εξετάσεις για τα Πρότυπα είναι άκρως ανταγωνιστικές, έχει αναπτυχθεί δίκτυο προπαρασκευαστικών
φροντιστηρίων ακόμα κι από το Δημοτικό! Καθόλου τυχαία, ένα από τα επιχειρήματα του πρωθυπουργού είναι ότι αυξάνεται ο
αριθμός των Προτύπων για να καλυφθεί η μεγάλη ζήτηση. Τι δείχνει όμως αυτή η ζήτηση; Οτι οι γονείς επιζητούν καλύτερη
εκπαίδευση για τα παιδιά τους και κάνουν ό,τι μπορούν γι’ αυτό. Η κυβέρνηση, από την άλλη, μοιράζει «ευκαιρίες», διατηρώντας
για τους πολλούς την υποβάθμιση. Κι αυτό θα γίνει ακόμα πιο έντονο και εξόφθαλμο με τη δημιουργία των Πρότυπων Ωνάσειων
Σχολείων, ειδικά σε γειτονιές πιο υποβαθμισμένες, αυξάνοντας την ταξική διαφοροποίηση.
Στο Πέραμα, για παράδειγμα, από τα τρία Γυμνάσια, το ένα (και μάλιστα το πολυπληθέστερο) θα ενταχθεί στο δίκτυο των
Ωνάσειων. Αν οι εξετάσεις για την εισαγωγή είναι ίδιες με αυτές στα άλλα Πρότυπα, τις θέσεις στο Ωνάσειο θα μπορούν να
διεκδικήσουν παιδιά κι από άλλους δήμους. Οπότε θα δημιουργηθεί πρόβλημα για εκατοντάδες μαθητές που θα αποφοιτούν από τα
Δημοτικά του Περάματος και δεν θα μπορούν να απορροφηθούν από τα άλλα Γυμνάσια της πόλης! Αν πάλι οι εξετάσεις για τα
Ωνάσεια αφορούν μόνο τους μαθητές του συγκεκριμένου δήμου (ή περιοχής) που αυτά εδρεύουν, τότε π.χ. στο Πέραμα θα
έχουμε έναν διαχωρισμό των μαθητών που θα τελειώνουν το Δημοτικό ώστε να διαλέξουμε (μέσω των ειδικών εξετάσεων) τους
«χαρισματικούς» που θα πάνε στο Ωνάσειο και να μοιράσουμε… τους υπόλοιπους στα άλλα δυο Γυμνάσια.
Αντί να ανταγωνίζονται μαθητές Δημοτικού για ελάχιστες θέσεις στα λεγόμενα Πρότυπα Σχολεία, σήμερα στον 21ο αιώνα
υπάρχουν όλες οι δυνατότητες όλα τα σχολεία να είναι «πρότυπα» με καθηγητές που να επαρκούν για τις ανάγκες, με ασφαλείς
και σύγχρονες υποδομές, εκσυγχρονισμό βιβλίων και μέσων διδασκαλίας, υποδομές για αθλητισμό και πολιτιστική δημιουργία,
αναψυχή, διδακτικές εκδρομές κ.ά. Για τη λαϊκή οικογένεια δεν υπάρχουν «πρότυπες» και «μη πρότυπες» ανάγκες στη μόρφωση
των παιδιών. Η σύγχρονη αναβαθμισμένη εκπαίδευση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής μας είναι δικαίωμα όλων και
όχι ευκαιρία για όποιον μπορεί να επενδύσει σε κόπο και χρήμα, όπως απαιτούν οι νόμοι του κέρδους και του ανταγωνισμού.