Την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ το μήνα, από την 1η Μαΐου, ανακοίνωσε το απόγευμα της Τετάρτης, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Συνδυαστικά με την προβλεπόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Ιανουαρίου του 2023, η αύξηση που θα δουν οι χαμηλόμισθοι του ιδιωτικού τομέα από την επόμενη χρονιά, ανέρχεται σε 9,7%.
Το τηλεοπτικό μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη ξεκίνησε από την παραδοχή του, η οποία προκύπτει από την επαφή του με τον κόσμο, ότι οι αμοιβές τους είναι πολύ χαμηλές και πως οι πληγές της δεκαετούς οικονομικής κρίσης δεν έχουν ακόμα επουλωθεί.
Ακολούθως, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε πως με την σημερινή του απόφαση η οποία θα περάσει άμεσα από το Υπουργικό Συμβούλιο, από την 1η Μαΐου, ο βασικός μισθός από τα 663 ευρώ σήμερα, θα ανέβει στα 713 ευρώ, 50 ευρώ επιπλέον το μήνα δηλαδή, και έτσι, οι σχεδόν 650.000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, θα κερδίσουν παραπάνω από έναν καθαρό μισθό ετησίως, ένας 13ος μισθός προστίθεται στο εισόδημά τους.
Η κυβέρνηση καλείται να ισορροπεί ανάμεσα στις ανάγκες του παρόντος και τις υποχρεώσεις του μέλλοντος, κάθε αύξηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τα δύο, τόνισε ο Πρωθυπουργός.
Οι επιχειρήσεις έχουν στηριχθεί, τώρα είναι η ώρα των εργαζόμενων και δη των χαμηλόμισθων. Όπως ανέφερε επίσης, έχει δεσμευτεί για πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές, η ανεργία μειώνεται, σε 33 μήνες έχει υποχωρήσει κατά 5 μονάδες, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις.
Τώρα είναι η σειρά να ενισχυθεί το μικρότερο εισόδημα και η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι μια κίνηση που αξίζουν οι εργαζόμενοι και αντέχουν οι επιχειρήσεις, όπως είπε.
Από την απόφαση αυτή, συμπαρασύρεται και αυξάνεται κατά 31 ευρώ κάθε μήνα το επίδομα ανεργίας.
Αναλυτικά οι δηλώσεις του πρωθυπουργού:
«Καθημερινά σε πόλεις και γειτονιές συναντώ εργαζόμενους, και κυρίως νέους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Η κοινή αγωνία που διακρίνω στα πρόσωπα όλων είναι η ακρίβεια από τη διεθνή ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι τιμές στο ρεύμα, στο ράφι του σούπερ μάρκετ, στο βενζινάδικο.
Ακούν για την οικονομία που αναπτύσσεται, διαπιστώνουν πολλές θετικές αλλαγές, όμως αναρωτιούνται αν αυτή η ανάπτυξη τους αφορά πραγματικά. Αισθάνονται ότι, χωρίς βοήθεια από την οικογένεια, δύσκολα τα βγάζουν πέρα. Ειδικά, μάλιστα, αν είναι αναγκασμένοι και να νοικιάζουν σπίτι.
Έχουν δίκιο. Γιατί οι αμοιβές, πράγματι, είναι ακόμα πολύ χαμηλές στον τόπο μας. Οι πληγές της δεκαετούς οικονομικής κρίσης δεν έχουν επουλωθεί. Και, βέβαια, τώρα, η παγκόσμια έκρηξη του πληθωρισμού χτυπά πρώτα τους χαμηλόμισθους και τους ανέργους.
Ακριβώς σε αυτούς, λοιπόν, απευθύνεται η σημερινή μου απόφαση. Έτσι, από την 1η Μαΐου, ο βασικός μισθός αυξάνεται κατά 50 ευρώ τον μήνα. Από τα 663 ανεβαίνει στα 713 ευρώ. Ποσό το οποίο, συνδυαστικά με την πρώτη δόση του Ιανουαρίου, ισοδυναμεί με μία συνολική αύξηση 9.7% σε σχέση με τον κατώτατο μισθό του 2021. Με απλά λόγια, οι σχεδόν 650.000 εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας θα κερδίσουν παραπάνω από έναν επιπλέον καθαρό μισθό ετησίως. Ένας 15ος μισθός προστίθεται, στο εξής, στο εισόδημά τους.
Οφείλω να σημειώσω πως η πρωτοβουλία μας αυτή αγγίζει τα απώτατα όρια της οικονομίας. Το ποσοστό αύξησης του πρώτου μισθού απασχόλησε πολύ την αρμόδια επιτροπή, τους κοινωνικούς εταίρους, όσο και τον υπουργό Εργασίας. Όμως αποτελεί πολιτική μας απόφαση. Την οποία και θα εισηγηθώ με θέρμη στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Γιατί σε κάθε κοινή δοκιμασία, κοινή είναι και η ευθύνη. Και όπως δίκαια πρέπει να αναλαμβάνονται τα βάρη, έτσι δίκαια θα πρέπει και να έχουν όλοι μέρισμα από το απόθεμα του πλούτου που δημιουργεί η εθνική παραγωγή και ανάπτυξη.
Πρόκειται για επιλογή που περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους. Όπως, συνεπώς, μία οικογένεια διαχειρίζεται το σήμερα χωρίς να διακινδυνεύει το αύριο των μελών της, έτσι και η κυβέρνηση καλείται να ισορροπεί. Ανάμεσα στις παροδικές ανάγκες του παρόντος και στις εθνικές υποχρεώσεις του μέλλοντος.
Κάθε αύξηση δεν πρέπει να επιβαρύνει ούτε την ανταγωνιστικότητα, ούτε το κόστος, ιδίως των μικρών επιχειρήσεων, που το μετατρέπουν σε αντικίνητρο για νέες προσλήψεις. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι οι επιχειρήσεις έχουν στηριχθεί πολύ από την κυβέρνηση. Με λιγότερους φόρους και εισφορές. Με ρευστότητα μέσω της Επιστρεπτέας Προκαταβολής. Αλλά και με τις πρόσφατες επιδοτήσεις για την κάλυψη του ενεργειακού κόστους.
Τώρα είναι η ώρα των εργαζόμενων. Και πρώτα των χαμηλόμισθων. Γιατί ποτέ δεν οραματίστηκα μια οικονομία με συγκριτικό της πλεονέκτημα τις χαμηλές απολαβές. Αντίθετα, δεσμεύτηκα για πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές. Και, πράγματι, η ανεργία ήδη μειώνεται με ταχύτατους ρυθμούς. Μέσα σε 33 μήνες έχει υποχωρήσει 5 ολόκληρες μονάδες, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που μεσολάβησαν».