Παρά το γεγονός ότι το 2024 έχει ανακηρυχθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως Έτος Στοματικής Υγείας, η κυβέρνηση φαίνεται να αγνοεί τις προτεραιότητες που επιβάλλει αυτή η διεθνής δέσμευση και να αντιμετωπίζει τους οδοντίατρους με αμέλεια και περιφρόνηση. Η στοματική υγεία δεν είναι απλώς ένας δείκτης ατομικής υγιεινής, αλλά βασικός παράγοντας γενικής υγείας και ποιότητας ζωής, με άμεσο αντίκτυπο στην εκπαίδευση, την εργασία και την κοινωνική ευημερία.
Σύμφωνα, με στοιχεία που δημοσιοποίησε πολύ πρόσφατα η Ελληνική Οδοντιατρική Ομοσπονδία (ΕΟΟ), με αφορμή το γεγονός ότι το 2024 είναι «Έτος Στοματικής Υγείας», η δημόσια οδοντιατρική δαπάνη, ως ποσοστό της συνολικής οδοντιατρικής δαπάνης, στην Ελλάδα αγγίζει το 0%, δηλαδή δεν υπάρχει σχεδόν καμία κάλυψη από τον ΕΟΠΠΥ, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 31%.
Στη χώρα μας, οι ελλείψεις στο δημόσιο σύστημα υγείας αποδεικνύονται καταστροφικές, τόσο για τους ενήλικες, όσο και για την παιδική στοματική υγεία. Στην τελευταία προκήρυξη θέσεων για το ΕΣΥ επί συνόλου 750+, δεν υπήρχε ούτε μία για οδοντίατρο. Η απουσία οδοντίατρων στα δημόσια νοσοκομεία και οι περιορισμένες προσλήψεις στον τομέα της οδοντιατρικής φροντίδας είναι μια σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών. Πολλά παιδιά δεν έχουν πρόσβαση σε βασικές προληπτικές και θεραπευτικές υπηρεσίες, καθώς οι δημόσιες δομές δεν επαρκούν ούτε σε προσωπικό ούτε σε εξοπλισμό. Τα στατιστικά είναι ανησυχητικά: μεγάλο ποσοστό των παιδιών στην Ελλάδα εμφανίζει τερηδόνα ήδη από μικρή ηλικία, γεγονός που καταδεικνύει την αποτυχία του συστήματος να επενδύσει στη σωστή πρόληψη.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ανεπαρκούς πολιτικής αποτελεί το πρόγραμμα «Dentist Pass». Αν και διαφημίστηκε ως εργαλείο ενίσχυσης της πρόσβασης στη στοματική φροντίδα για τα παιδιά, παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες. Οι διαδικασίες είναι περίπλοκες, ενώ η χρηματοδότηση δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών σε εθνικό επίπεδο. Παράλληλα, η έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης προς τους γονείς και η απουσία ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για τη στήριξη των δημόσιων οδοντιατρείων καθιστούν το πρόγραμμα αναποτελεσματικό.
Επιπλέον, η απουσία ουσιαστικής συνεργασίας με επαγγελματίες του κλάδου και οι χαμηλές αμοιβές που προβλέπονται αποθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή των οδοντίατρων. Την ίδια στιγμή, η ανεπαρκής στελέχωση του ΕΣΥ σε οδοντίατρους δημιουργεί συνθήκες απόλυτης εξάρτησης των πολιτών από τον ιδιωτικό τομέα, αναγκάζοντάς τους να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη και καθιστώντας τη στοματική φροντίδα πολυτέλεια για πολλές οικογένειες.
Το ζήτημα όμως δεν περιορίζεται μόνο στα παιδιά. Η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα της Ε.Ε. που δεν διαθέτει δημόσιο δίκτυο πρωτοβάθμιας οδοντιατρικής φροντίδας, με τους ενήλικες, ιδιαίτερα τους ευάλωτους, να είναι εξίσου αποκλεισμένοι. Τα περιστατικά σοβαρών στοματικών παθήσεων αυξάνονται, ενώ η απουσία προληπτικών ελέγχων οδηγεί σε μεγαλύτερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Η στοματική υγεία πρέπει να αποτελεί βασικό πυλώνα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει να θέσει σε εφαρμογή ουσιαστικές πολιτικές που να διασφαλίζουν την πρόσβαση όλων σε υπηρεσίες πρόληψης και θεραπείας. Το Έτος Στοματικής Υγείας θα έπρεπε να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία για την ανασυγκρότηση του συστήματος, με έμφαση στην εκπαίδευση, την πρόληψη και την ενίσχυση του δημόσιου τομέα.
Η αύξηση της προκαταβολής φόρου, η οποία προγραμματίζεται για το 2024, ενδέχεται να επιβαρύνει τόσο τους επαγγελματίες οδοντιάτρους, όσο και τις οικογένειες, οι οποίες ήδη αδυνατούν να ανταποκριθούν στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις. Ας μην ξεχνάμε την ισοπεδωτική φορολόγηση μέσω της καθιέρωσης του τεκμαρτού εισοδήματος. Αντί να ενισχυθεί το σύστημα υγείας και να υποστηριχθούν οι ευάλωτοι πολίτες, η κυβέρνηση φαίνεται να εντείνει τις οικονομικές πιέσεις, χωρίς να παρέχει την απαιτούμενη στήριξη στους τομείς που πλήττονται.
Επιπλέον, η καθυστέρηση στην εφαρμογή του Οδοντιατρικού Κανονισμού, ο οποίος θα έπρεπε να διασφαλίσει την παροχή ποιοτικών και προσβάσιμων υπηρεσιών σε όλους, έχει οδηγήσει σε αβεβαιότητα και σύγχυση τόσο για τους επαγγελματίες οδοντίατρους όσο και για τους πολίτες. Η έλλειψη ενός σαφούς και βιώσιμου πλαισίου λειτουργίας για τους οδοντίατρους καθιστά την παροχή προσιτών και ποιοτικών υπηρεσιών και την προσβασιμότητα σε οδοντιατρική φροντίδα ακόμη πιο δύσκολη.
Ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός:
Ποιες ενέργειες προγραμματίζονται για την άμεση εφαρμογή του Οδοντιατρικού Κανονισμού και πώς θα διασφαλιστεί η στήριξη των επαγγελματιών και των πολιτών, ώστε να υπάρχει καθολική πρόσβαση σε οδοντιατρικές υπηρεσίες σε όλη τη χώρα;
Τι μέτρα σκοπεύει να λάβει η κυβέρνηση ώστε να εξασφαλίσει την καθολική πρόσβαση όλων των πολιτών, τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων, σε προληπτικές και θεραπευτικές υπηρεσίες στοματικής φροντίδας;
Ποιο είναι το σχέδιο για την αντιμετώπιση των αδυναμιών του προγράμματος «Dentist Pass», ώστε να γίνει ουσιαστικά λειτουργικό και αποτελεσματικό;
Πώς προτίθεται το Υπουργείο να καλύψει την ανάγκη στελέχωσης των δημόσιων οδοντιατρείων και να δημιουργήσει ένα βιώσιμο δημόσιο δίκτυο πρωτοβάθμιας οδοντιατρικής φροντίδας;
Πώς σκοπεύει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις αυξημένες, προς τους οδοντίατρους, φορολογικές επιβαρύνσεις, με την αύξηση της προκαταβολής φόρου το 2024 και πώς θα διασφαλίσει ότι οι πολίτες δεν θα επιβαρυνθούν περαιτέρω από τα οικονομικά βάρη που ήδη φέρουν;
Οι Ερωτώντες Βουλευτές
Κοντοτόλη Μαρίνα
Παναγιωτόπουλος Ανδρέας
ΑκρίταΈλενα
Βέττα Καλλιόπη
Γαβρήλος Γεώργιος
Γιαννούλης Χρήστος
Γεροβασίλη Όλγα
Δούρου (Ρένα) Ειρήνη
Ζαμπάρας (Μίλτος) Μιλτιάδης
Νοτοπούλου Αικατερίνη
Ξανθόπουλος Θεόφιλος
Παπαηλιού Γεώργιος