Την Παρασκευή, 8 Μαρτίου, και το Σάββατο, 9 Μαρτίου 2024, παρουσιάστηκε το βιβλίο της δρ. Μαρίας Τσούπη «Το Καρναβάλι της Κόνιτσας».
Για το βιβλίο μίλησαν ο καθηγητής κοινωνικής λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλης Νιτσιάκος, οι φιλόλογοι Ανδρονίκη Ζούκη και Ελένη Ζουπανιώτη καθώς και η συγγραφέας, ενώ την εκδήλωση συνδιοργάνωσαν η Δημόσια Βιβλιοθήκη Κόνιτσας, ο Δήμος Κόνιτσας, ο Δήμος Ιωαννιτών και ο Σύλλογος Αναβίωσης Κονιτσιώτικων Εθίμων.
Ο Βασίλης Νιτσιάκος αναφέρθηκε στη σημασία και την αξία της έκδοσης σε ό,τι αγορά τη Λαογραφία και την Πολιτισμική Ιστορία του τόπου, αναλύοντας στη συνέχεια την ανθρωπολογική, κοινωνική, ψυχαναλυτική και κοινωνικοποιητική/ μυητική διάσταση της γιορτής της Αποκριάς.
Η Ελένη Ζουπανιώτη στην παρουσίασή της εστίασε στην ανασύνθεση του καρναβαλιού της Κόνιτσας από τη συγγραφέα τα τελευταία 70 χρόνια, διατρέχοντας δύο άξονες. Τον χρονολογικό, από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 μέχρι σήμερα και τον άξονα του τόπου, την Κόνιτσα και τα χωριά της ως μια ανθρωπογεωγραφική και πολιτισμική ενότητα. Εστίασε, επίσης στην ανάδειξη της μορφής, της κοινωνικής λειτουργίας και των συμβολισμών των αποκριάτικων δρωμένων καθώς και στις βαθύτερες νοηματοδοτήσεις τους. Και παράλληλα ανίχνευσε τις επιβιώσεις, τις αναβιώσεις, τις επινοημένες παραδόσεις και τους μετασχηματισμούς τους κατά τη μετάβασή τους από μια βιωματική πραγματικότητα στην αναπαράστασή τους, μέσα από τις αλλαγές της συγκεκριμένης κοινωνίας.
Το γαμήλιο “ψίκι” και το έθιμο της “Μπάμπως και του γιατρού” που ο γονιμικός τους χαρακτήρας συνδέεται με την αναγέννηση της φύσης, του χρόνου και του κόσμου, σηματοδοτούν το τυρινό Σάββατο. Απόηχος του αγροτικού εθιμικού παρελθόντος μια “παρωδία της παρωδίας” σήμερα. Και η μασκαράτα της Κυριακής, όπου επικρατεί η τρέλα, η α- ταξία, το πολύτιμο θεραπευτικό γέλιο, αυτή η στιγμιαία γιορτή για τον άνθρωπο. Και οι υπέροχες αυθεντικές χειροποίητες στολές που ο Γιάννης Παγουρτζής έραβε με τους βοηθούς του. Αυτοσχεδιασμός και συλλογικότητα χέρι χέρι. Για να κορυφωθεί το απόγευμα της Κυριακής με την τελεστική εξαγνιστική πυρά του “έλατου”, γιατί στις γιορτές αυτές “όλα γυρεύουν να καούν και πρέπει να καούν για να ξαναγεννηθούν καλύτερα..”
Η Ανδρονίκη Ζούκη συνέχισε με τα Σύμφραζόμενα του Καρναβαλιού: τα αποκριάτικα τραγούδια, το καρναβαλικό γέλιο και τις εθιμικές τροφές της Αποκριάς. Τα Κονιτσιώτικα αποκριάτικα τραγούδια είναι όμοια με εκείνα τον πανηγυριών, χορεύονται δε και μιμικοί χοροί. Στην Κόνιτσα “Μασκαραλίτικα” – βωμολοχικά τραγούδια δεν συνηθίζονταν. Το καρναβαλικό γέλιο είναι επιθετικό, χλευαστικό, ανατρεπτικό. Στη λογική των αντιφάσεων, που χαρακτηρίζει το καρναβάλι, είναι το όχημα μιας άγριας χαράς, αλλά, παράλληλα, και του πιο μύχιου φόβου. Είναι θάνατος και ζωή σε ένα οξύμωρο ζεύγμα. Οι κοινωνικά καταπιεσμένοι απαντούν με “μύδρους” γέλιου στις θρησκευτικές αρχές των “αγέλαστων”, στις αλλεπάλληλες απαγορεύσεις της Εκκλησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο που ιερό και κοσμικό συνυπάρχουν και συντίθενται αρμονικά στο καρναβαλικό γλέντι, έτσι και οι διατροφικές συνήθειες διακρίνουν τις τροφές σε απαγορευμένες-νηστίσιμες και ευωχικές-γιορτινές. Τα αγαθά καταναλώνονται κάθ’ υπερβολή ως ευχή και εξαναγκασμός των δυνάμεων της φύσης για μία καλή σοδειά. Κάπου ανάμεσα στο θεωρητικό κομμάτι, που προσεγγίζει άρτια η Μαρία Τσούπη και στο βιωματικό, που καταθέτει επίσης με πληρότητα, δια στόματος στο πληροφορητών της, χάνεται και ξαναβρίσκεται η αλήθεια του κονιτσιώτικου καρναβαλιού. Αλήθεια είναι το αντίθετο της λήθης. Κατά ένα τρόπο, λοιπόν, η αλήθεια του καρναβαλιού είναι η διατήρηση στη μνήμη. Το συγκεκριμένο πόνημα, εκτός από την επιστημονική του αξία, την άρτια μεθοδολογική προσέγγιση, τη θεματική πληρότητα, είναι και μία κιβωτός μνήμης και ευχαριστούμε τη Μαρία Τσούπη για αυτό.
Κλείνοντας, η συγγραφέας Μαρία Τσούπη ευχαρίστησε θερμά τους τρεις εξαιρετικούς επιστήμονες, ομιλητές και υποστηρικτές της παρουσίασης, οι οποίοι επικύρωσαν το περιεχόμενό του βιβλίου και ανέφερε «στη συγγραφή του καθοριστικά ήταν το ίδιο το αρχειακό υλικό και ο προφορικός λόγος. Το σύνολο των φωτογραφιών καλύπτει το διάστημα από τη δεκαετία του ‘50 μέχρι τα νεότερα χρόνια και δίνει μια οπτική αναπαράσταση των δρώμενων. Αποτελούν τεκμήρια και μάρτυρες γι’ αυτό το παλλαϊκό χοροστάσι της Αποκριάς. Οι συνεντεύξεις έγιναν με ηλικιωμένους, αλλά και νέους που συμμετείχαν ή συμμετέχουν μέχρι σήμερα στην οργάνωση του Καρναβαλιού. Είναι οι Κονιτσιώτες εκείνοι που κατέθεσαν πρόθυμα τις μνήμες τους. Ο πηγαίος και ανεπιτήδευτος λόγος στήριξε περισπούδαστα τις θεωρητικές προσεγγίσεις.
Προσπάθησα να σταθώ ερμηνευτικά κι όχι απλώς περιγραφικά στις θεματικές ενότητες που περιλαμβάνονται, με τη καθοδήγηση του Καθηγητή και Δασκάλου μου, του Βασίλη Νιτσιάκου. Για το σκοπό αυτό χρειάστηκε να αναζητήσω και μελετήσω αρκετά και παράλληλα να ακούω και τους αφηγητές μου. Έγινε μια επιλογή από το σύνολο των φωτογραφιών που είχα στη διάθεσή μου, καθώς και κάποιες βιντεοκασέτες από τη δεκαετία του ’80. Βλέπει κανείς τα γελαστά πρόσωπα, τα επιβλητικά άρματα, τα τραπέζια της χαράς, του πηγαίου γέλιου, αλλά και τις αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις. Όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος των «προσωπίδων» ( η νύφη, ο γαμπρός, ο γιατρός, η αρκούδα, η γκαμήλα, ο γάιδαρος, οι γύφτοι, ο διάβολος, ο Χότζας, οι τσολιάδες) μου προκάλεσαν εξ αρχής το ενδιαφέρον αλλά και την απορία της ερμηνείας τους, για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι στο δρώμενο αυτό, του «γάμου» του Τυρινού Σάββατου, υπάρχει ένα ιδεολογικό υπόβαθρο από το Καρναβάλι των αγροτικών κοινωνιών. Θα ήθελα να σταθώ στη σημασία και την αξία των παλιών χειροποίητων αποκριάτικων φορεσιών, με την ευχή να οργανωθεί ένα μουσείο Καρναβαλιού στην Κόνιτσα. Ευχαριστίες σε όλους όσους μου αφηγήθηκαν περιστατικά του παλιότερου ή σύγχρονου Καρναβαλιού ή μου παραχώρησαν σχετικό φωτογραφικό υλικό, αλλά και στους φορείς που ανέλαβαν το κόστος αυτής της έκδοσης»