Το Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Ιωαννίνων δηλώνει την αντίθεσή του στο νομοσχέδιο που φέρνει προς ψήφιση η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας.
Ένα νομοσχέδιο που κάνει ένα ακόμη βήμα προς την εμπορευματοποίηση και την υπαγωγή της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ΕΕΚ στις ανάγκες της τοπικής αγοράς και των επιχειρήσεων. Ένα νομοσχέδιο που δημιουργεί για μία ακόμη φορά εργασιακή ανασφάλεια στους εκπαιδευτικούς και αναστάτωση στους εκπαιδευόμενους και τις οικογένειές τους.
Προβλέπει αλλαγές που δεν λαμβάνουν υπόψιν τις ανάγκες της ΕΕΚ, της ελληνικής οικονομίας και όλης της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, εντείνει την κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων με ΕΠΑΛ τριών ταχυτήτων (Π.ΕΠΑΛ, ΕΠΑΛ των ΚΕΕΚ και ΕΠΑΛ), με διοικητικές και εκπαιδευτικές διαφοροποιήσεις αναιρώντας τον ενιαίο χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Με το νομοσχέδιο μεταξύ των άλλων:
• Δημιουργούνται τα Κέντρα Ε.Ε.Κ. (τα περίφημα «campus» των υπουργικών εξαγγελιών) σε 60 περιπτώσεις, για να εποπτεύσουν ακόμα πιο πολύ τα ΕΠΑΛ (και τα ΙΕΚ) στη λογική της τοπικής αγοράς.
• Στα Κ.Ε.Ε.Κ. θεσμοθετείται η θέση οργανωτικού/ης συντονιστή/στριας (manager), με έξτρα αμοιβή από ευρωπαϊκά κονδύλια, που μπορεί να μην είναι εκπαιδευτικός, αλλά οποιοσδήποτε υπάλληλος του δημοσίου, στο πρότυπο που ήδη θεσμοθετήθηκε για τα ΙΕΚ από το ν. 4763/20. O/H manager θα ελέγχει πλήρως τη λειτουργία και των ΕΠΑΛ.
• Θεσμοθετείται το ΕΠΟΠΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ των ΚΕΕΚ ως όργανο διοίκησής του, στο οποίο συμμετέχουν, εκτός των διευθυντών/ντριων των σχολικών μονάδων και των σχολών, εκπρόσωπος του δήμου και εκπρόσωποι των τοπικών επιμελητηρίων. Εδώ να επισημάνουμε ότι δεν προβλέπεται ο τρόπος που θα διαμορφώνεται η πλειοψηφία του συμβούλιου αυτού, δηλ. θα μπορούσε, όταν οι εκπρόσωποι των επιμελητηρίων της περιοχής είναι περισσότεροι από τους/τις διευθυντές/ντριες, η πλειοψηφία να ανήκει στην τοπική αγορά δηλ. στους ιδιώτες.
• Τα εποπτικά συμβούλια των ΚΕΕΚ, θα καθορίζουν τις ειδικότητες που θα λειτουργούν σε ΕΠΑΛ και ΙΕΚ, δηλ. θα προτείνουν ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες της αγοράς τη λειτουργία αλλά και την κατάργηση ειδικοτήτων που ήδη λειτουργούν.
• Θεσμοθετείται ο πλήρης αποκλεισμός των εκλεγμένων εκπροσώπων των εκπαιδευτικών στα διάφορα όργανα και επιτροπές.
• Τα εποπτικά συμβούλια των ΚΕΕΚ επίσης θα έχουν λόγο στα προγράμματα σπουδών και θα χαράζουν το σχεδιασμό της εκπαιδευτικής λειτουργίας των επιμέρους δομών με υποταγή τους στις ανάγκες της τοπικής αγοράς.
• Συγχωνεύονται αυτοδίκαια, δηλαδή με τη ψήφιση του νόμου, όλα τα ΕΠΑΛ που συστεγάζονται στην ίδια βάρδια ,στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα. Υπολογίζεται ότι γύρω στα 40 ΕΠΑΛ θα συγχωνευτούν, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις για τους/τις μαθητές/-τριες (δημιουργία γιγάντιων σχολείων ως προς το μαθητικό τους δυναμικό) αλλά και τους/τις εκπαιδευτικούς (απώλεια οργανικών θέσεων και συνεχής εργασιακή ανασφάλεια από πιθανές επικείμενες καταργήσεις ειδικοτήτων κλπ). Οι συγχωνεύσεις αυτές θα οδηγήσουν σε πολυπληθή τμήματα ειδικά στα μαθήματα ειδικότητας με προφανείς μαθησιακές συνέπειες, ενώ ο υπερπληθυσμός στα σχολεία θα επιφέρει ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της σχολικής βίας, όπως επισημαίνουν και οι διεθνείς οργανισμοί.
• Περιθωριοποείται ο σύλλογος διδασκόντων/ουσών στην πλειοψηφία των ΕΠΑΛ που δεν εντάσσονται στα ΚΕΕΚ. Σε αυτά, δημιουργείται ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ με τον/την διευθυντή/-τρια, υποδιευθυντές/-τριες (οι οποίοι/ες αυξάνονται), και τους/τις τομεάρχες/ισσες (οι οποίοι/ες θεσμοθετούνται στα ΕΠΑΛ, αλλά καταργούνται από τα ΕΚ), που αποτελεί όργανο διοίκησης τους σχολείου. Σύμφωνα με το άρ. 21 του νσχ , με τη θεσμοθέτηση αυτής της επιτροπής, αφαιρούνται βασικές αρμοδιότητες από το σύλλογο διδασκόντων/ουσών, δίνοντας ένα ακόμα χτύπημα στη δημοκρατική λειτουργία των σχολείων.
Απαιτούμε
• Απόσυρση του αντιεπιστημονικού και αντιπαιδαγωγικού νομοσχεδίου.
• Κατάργηση του ν. 4763/20.
• Άμεση αποκατάσταση, μισθολογικά και συνταξιοδοτικά, των εκπαιδευτικών της διαθεσιμότητας.
• Υιοθέτηση των προτάσεων του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών, που είναι βγαλμένες μέσα από τη δική τους εμπειρία και τη συλλογική επεξεργασία των συνεδρίων και των γενικών συνελεύσεων του κλάδου, αλλά και την εκτίμηση των αναγκών της νέας γενιάς και γενικότερα της κοινωνίας.