Συνάντηση με ομάδα συμβασιούχων εργαζομένων των Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης (ΚΔΑΠ) του Δήμου Ιωαννιτών είχε χθες η επικεφαλής της Λαϊκής Συσπείρωσης Ιωαννίνων Όλυ Τσουμάνη.
Κατά την συνάντηση η κομμουνίστρια δημοτική σύμβουλος ενημερώθηκε για το καθεστώς ομηρίας στο οποίο εργάζονται οι συμβασιούχοι -στην πλειοψηφία- εργαζόμενοι των ελαχίστων δομών του Δήμου καθώς και για τον υπαρκτό κίνδυνο να κλείσουν κάποιες από τις δομές εξαιτίας της αύξησης του κόστους λειτουργίας.
Για τη Λαϊκή Συσπείρωση τα ΚΔΑΠ δεν είναι μόνο βασική ανάγκη για τη λαϊκή οικογένεια, είναι πρώτα και κύρια απαραίτητα για τη σωστή ψυχοσωματική ανάπτυξη και την ομαλή κοινωνικοποίηση του παιδιού, ενώ ταυτόχρονα δίνουν ανακούφιση στους εργαζόμενους γονείς, που στην πλειοψηφία τους δουλεύουν χωρίς σταθερά ωράρια και σε ένα ανασφαλές αντεργατικό περιβάλλον.
Παρ’ όλα αυτά, οι δομές αυτές συνεχίζουν να έχουν χαρακτήρα προσωρινότητας. Παραμένουν συρρικνωμένες, ελλειμματικές, ενώ θα έπρεπε να επεκτείνονται λόγω των αυξημένων αναγκών, για να υλοποιηθεί η παιδαγωγική πράξη και να διασφαλιστεί η φροντίδα και η ασφάλεια των παιδιών.
Οι εργαζόμενοι στην πλειοψηφία τους ανανεώνουν κάθε χρόνο τις συμβάσεις εργασίας, αφού συνδέονται με το πρόγραμμα του ΕΣΠΑ, που θέτει σε αμφισβήτηση τη συνέχεια των δομών και των εργαζομένων σε αυτές. Αποκαλυπτικό ήταν ότι οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι δεν πληρώνονται καν από το ΕΣΠΑ αλλά από ένα πρόγραμμα της UNISEF που λήγει στις 31 Αυγούστου.
Η λειτουργία των δομών ισχύει για περιορισμένο χρονικό διάστημα, έχει ημερομηνία λήξης, με αβέβαιη τη χρηματοδότηση, βάση των κατευθύνσεων της ΕΕ για αποσπασματικές «παροχές» και μέτρα.
Αυτές οι κατευθύνσεις έρχονται σε απευθείας αντίθεση με την αναγκαιότητα για δημόσιες δομές ΚΔΑΠ αλλά και ΚΔΑΠ-ΜΕΑ, που να καλύπτουν το σύνολο των αναγκών, να λειτουργούν μόνιμα με μόνιμους εργαζόμενους, με δικαιώματα και άμεση χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η χρηματοδότησή τους, που κατά το κύριο μέρος τους γίνεται από εθνικούς πόρους, αντί να διατίθεται στη στήριξη και διεύρυνση των δημοσίων – δημοτικών δομών, επιλέγεται να πριμοδοτεί τις αντίστοιχες ιδιωτικές.
Με την πολιτική του voucher νομιμοποιείται η αντιδραστική ευρωενωσιακή πολιτική ότι η αγωγή και φροντίδα του παιδιού δεν υφίσταται ως κοινωνική ανάγκη, ως δικαίωμα για όλα τα παιδιά, αλλά ως «ατομική ευθύνη» των γονέων, ως εμπόρευμα που πουλιέται κι αγοράζεται και η όποια παρέμβαση του κράτους παίρνει την μορφή “λοταρίας της φτώχειας”, ευκαιριακή και με ημερομηνία λήξης.
Πρέπει να μπει οριστικό τέλος στη διαιώνιση της εργασιακής ομηρίας των εργαζομένων, με συνεχείς ανανεώσεις συμβάσεων, με 10, 15 και 18 χρόνια δουλειάς. Είναι αναγκαίο μέτρο ώστε οι συγκεκριμένες δομές να παραμείνουν σε λειτουργία ως δημόσιες δωρεάν δομές, να μην μετατραπεί και αυτή η ανάγκη του παιδιού και της οικογενείας σε πεδίο αγοράς.
Για το θέμα της μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου ώστε να σταματήσει η εργασιακή ομηρία, το 2018 και το 2019 το ΚΚΕ είχε καταθέσει -κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος- πρόταση για την κατάργηση του άρθρου 103, που απαγορεύει από το νόμο τη μονιμοποίηση προσωπικού του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα ή τη μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Η πρόταση του ΚΚΕ απορρίφθηκε από όλα τα άλλα κόμματα.
Η Λαϊκή Συσπείρωση θα συνεχίσει να παλεύει -μέσα και έξω από το δημοτικό συμβούλιο- για την ενίσχυση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα και των ΚΔΑΠ αλλά και του ΚΔΑΠ/ΜΕΑ, τη διεύρυνσή τους, τη διασφάλιση μόνιμης χρηματοδότησης, με αποκλειστική ευθύνη του κράτους, έτσι ώστε να καλύπτουν όλα τα παιδιά, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, την αναβάθμισή τους, τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων, τη στελέχωση των δομών με περισσότερους παιδαγωγούς, κοινωνικούς λειτουργούς, φυσικοθεραπευτές, κοινωνικούς φροντιστές που να καλύπτουν το σύνολο των ολοένα αυξανόμενων αναγκών.